ταλακάρδιος

ταλακάρδιος
-ον, Α
1. μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος
2. ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι-κάρδιος (για τον σχηματισμό τού τ. βλ. και λ. ταλάφρων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταλακάρδιος — stout hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλακάρδιον — ταλακάρδιος stout hearted masc/fem acc sg ταλακάρδιος stout hearted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλακάρδιε — ταλακάρδιος stout hearted masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλακάρδιοι — ταλακάρδιος stout hearted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ταλαός — ή, όν, Α τλήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί τού ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα (βλ. λ. τάλας) κατ επίδραση τού ταναός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”